Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσχαλίδωμα
ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀπόταγμα
View word page
ἀποσχίς
branches
ShortDef
branches
Debugging
Headword:
ἀποσχίς
Headword (normalized):
ἀποσχίς
Headword (normalized/stripped):
αποσχις
IDX:
12188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12189
Key:
Data
{'content': 'branches'}