Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσχάζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
View word page
ἀποσχίζω
to split

ShortDef

to split

Debugging

Headword:
ἀποσχίζω
Headword (normalized):
ἀποσχίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσχιζω
IDX:
12187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12188
Key:

Data

{'content': 'to split'}