Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσφραγιστής
ἀποσφραίνω
ἀποσφραντέον
ἀποσφυρηλατέω
ἀποσχάζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
View word page
ἀποσχετέον
one must abstain

ShortDef

one must abstain

Debugging

Headword:
ἀποσχετέον
Headword (normalized):
ἀποσχετέον
Headword (normalized/stripped):
αποσχετεον
IDX:
12183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12184
Key:

Data

{'content': 'one must abstain'}