Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσφραγίζω
ἀποσφράγισμα
ἀποσφραγιστής
ἀποσφραίνω
ἀποσφραντέον
ἀποσφυρηλατέω
ἀποσχάζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
View word page
ἀποσχεδιάζω
make off hand
ShortDef
make off hand
Debugging
Headword:
ἀποσχεδιάζω
Headword (normalized):
ἀποσχεδιάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσχεδιαζω
IDX:
12181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12182
Key:
Data
{'content': 'make off hand'}