Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
ἀποσφραγίζω
ἀποσφράγισμα
ἀποσφραγιστής
ἀποσφραίνω
ἀποσφραντέον
ἀποσφυρηλατέω
ἀποσχάζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
ἀποσχηματίζω
ἀποσχίζω
View word page
ἀποσχάζω
open
ShortDef
open
Debugging
Headword:
ἀποσχάζω
Headword (normalized):
ἀποσχάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσχαζω
IDX:
12177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12178
Key:
Data
{'content': 'open'}