Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
ἀποσφραγίζω
ἀποσφράγισμα
ἀποσφραγιστής
ἀποσφραίνω
ἀποσφραντέον
ἀποσφυρηλατέω
ἀποσχάζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
ἀπόσχεσις
ἀποσχετέον
ἀποσχετική
ἀπόσχημα
View word page
ἀποσφραντέον
one must cause to smell

ShortDef

one must cause to smell

Debugging

Headword:
ἀποσφραντέον
Headword (normalized):
ἀποσφραντέον
Headword (normalized/stripped):
αποσφραντεον
IDX:
12175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12176
Key:

Data

{'content': 'one must cause to smell'}