Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
ἀποσφραγίζω
ἀποσφράγισμα
ἀποσφραγιστής
ἀποσφραίνω
ἀποσφραντέον
ἀποσφυρηλατέω
ἀποσχάζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀπόσχασις
ἀποσχαστέον
ἀποσχεδιάζω
View word page
ἀποσφραγίζω
to seal up
ShortDef
to seal up
Debugging
Headword:
ἀποσφραγίζω
Headword (normalized):
ἀποσφραγίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσφραγιζω
IDX:
12171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12172
Key:
Data
{'content': 'to seal up'}