Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
ἀποσφραγίζω
ἀποσφράγισμα
ἀποσφραγιστής
ἀποσφραίνω
ἀποσφραντέον
ἀποσφυρηλατέω
ἀποσχάζω
ἀποσχαλίδωμα
View word page
ἀποσφήνωσις
impaction

ShortDef

impaction

Debugging

Headword:
ἀποσφήνωσις
Headword (normalized):
ἀποσφήνωσις
Headword (normalized/stripped):
αποσφηνωσις
IDX:
12168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12169
Key:

Data

{'content': 'impaction'}