Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
ἀποσφραγίζω
ἀποσφράγισμα
ἀποσφραγιστής
ἀποσφραίνω
View word page
ἀποσφηκόω
untie, loosen
ShortDef
untie, loosen
Debugging
Headword:
ἀποσφηκόω
Headword (normalized):
ἀποσφηκόω
Headword (normalized/stripped):
αποσφηκοω
IDX:
12164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12165
Key:
Data
{'content': 'untie, loosen'}