Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
ἀποσφραγίζω
ἀποσφράγισμα
View word page
ἀποσφενδονάω
hurl from

ShortDef

hurl from

Debugging

Headword:
ἀποσφενδονάω
Headword (normalized):
ἀποσφενδονάω
Headword (normalized/stripped):
αποσφενδοναω
IDX:
12162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12163
Key:

Data

{'content': 'hurl from'}