Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
ἀποσφραγίζω
View word page
ἀποσφάξ
broken off, abrupt
ShortDef
broken off, abrupt
Debugging
Headword:
ἀποσφάξ
Headword (normalized):
ἀποσφάξ
Headword (normalized/stripped):
αποσφαξ
IDX:
12161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12162
Key:
Data
{'content': 'broken off, abrupt'}