Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
ἀποσφίγγω
ἀπόσφιγξις
View word page
ἀποσφαλμάω
fall headlong

ShortDef

fall headlong

Debugging

Headword:
ἀποσφαλμάω
Headword (normalized):
ἀποσφαλμάω
Headword (normalized/stripped):
αποσφαλμαω
IDX:
12160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12161
Key:

Data

{'content': 'fall headlong'}