Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
ἀποσφήνωσις
View word page
ἀποσφακέλισις
gangrene
ShortDef
gangrene
Debugging
Headword:
ἀποσφακέλισις
Headword (normalized):
ἀποσφακέλισις
Headword (normalized/stripped):
αποσφακελισις
IDX:
12158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12159
Key:
Data
{'content': 'gangrene'}