Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσυριγγόω
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
ἀποσφηκόω
ἀποσφήλωσις
ἀποσφηνόω
ἀποσφήνωμα
View word page
ἀποσφακελίζω
to have the limbs frost-bitten
ShortDef
to have the limbs frost-bitten
Debugging
Headword:
ἀποσφακελίζω
Headword (normalized):
ἀποσφακελίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσφακελιζω
IDX:
12157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12158
Key:
Data
{'content': 'to have the limbs frost-bitten'}