Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
ἀποσφενδονάω
ἀποσφενδόνητος
View word page
ἀποσφάζω
to cut the throat of

ShortDef

to cut the throat of

Debugging

Headword:
ἀποσφάζω
Headword (normalized):
ἀποσφάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσφαζω
IDX:
12153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12154
Key:

Data

{'content': 'to cut the throat of'}