Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
ἀποσφάξ
View word page
ἀποσυσσιτέω
absent oneself from the public table
ShortDef
absent oneself from the public table
Debugging
Headword:
ἀποσυσσιτέω
Headword (normalized):
ἀποσυσσιτέω
Headword (normalized/stripped):
αποσυσσιτεω
IDX:
12151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12152
Key:
Data
{'content': 'absent oneself from the public table'}