Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφακέλισις
ἀποσφάλλω
ἀποσφαλμάω
View word page
ἀποσύρω
to tear away
ShortDef
to tear away
Debugging
Headword:
ἀποσύρω
Headword (normalized):
ἀποσύρω
Headword (normalized/stripped):
αποσυρω
IDX:
12150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12151
Key:
Data
{'content': 'to tear away'}