Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδικότροπος
ἀδικόχειρ
ἀδικοχρήματος
ἁδινός
ἅδιξις
ἀδιόδευτος
ἀδιοικησία
ἀδιοίκητος
ἀδίοπος
ἀδιόρατος
ἀδιοργάνωτος
ἀδιόρθωτος
ἀδιοριστία
ἀδιόριστος
ἀδιπλασίαστος
ἀδίστακτος
ἀδιύλιστος
ἀδίχαστος
ἀδιψέω
ἄδιψος
ἀδίωκτος
View word page
ἀδιοργάνωτος
unorganized

ShortDef

unorganized

Debugging

Headword:
ἀδιοργάνωτος
Headword (normalized):
ἀδιοργάνωτος
Headword (normalized/stripped):
αδιοργανωτος
IDX:
1214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1215
Key:

Data

{'content': 'unorganized'}