Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
ἀποσφαιρόω
ἀποσφακελίζω
View word page
ἀποσυριγγόω
make a channel for

ShortDef

make a channel for

Debugging

Headword:
ἀποσυριγγόω
Headword (normalized):
ἀποσυριγγόω
Headword (normalized/stripped):
αποσυριγγοω
IDX:
12147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12148
Key:

Data

{'content': 'make a channel for'}