Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
View word page
ἀποσυνάγωγος
put out of the synagogue

ShortDef

put out of the synagogue

Debugging

Headword:
ἀποσυνάγωγος
Headword (normalized):
ἀποσυνάγωγος
Headword (normalized/stripped):
αποσυναγωγος
IDX:
12141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12142
Key:

Data

{'content': 'put out of the synagogue'}