Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
View word page
ἀποσυμβιβάζω
make good a deficiency

ShortDef

make good a deficiency

Debugging

Headword:
ἀποσυμβιβάζω
Headword (normalized):
ἀποσυμβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσυμβιβαζω
IDX:
12137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12138
Key:

Data

{'content': 'make good a deficiency'}