Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
View word page
ἀποσυμβαίνω
to be absent
ShortDef
to be absent
Debugging
Headword:
ἀποσυμβαίνω
Headword (normalized):
ἀποσυμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
αποσυμβαινω
IDX:
12136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12137
Key:
Data
{'content': 'to be absent'}