Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
View word page
ἀποσυκάζω
to squeeze figs
ShortDef
to squeeze figs
Debugging
Headword:
ἀποσυκάζω
Headword (normalized):
ἀποσυκάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσυκαζω
IDX:
12134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12135
Key:
Data
{'content': 'to squeeze figs'}