Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
View word page
ἀποστύγησις
abhorrence
ShortDef
abhorrence
Debugging
Headword:
ἀποστύγησις
Headword (normalized):
ἀποστύγησις
Headword (normalized/stripped):
αποστυγησις
IDX:
12129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12130
Key:
Data
{'content': 'abhorrence'}