Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
ἀποσυμβιβάζω
View word page
ἀποστρώννυμι
pave
ShortDef
pave
Debugging
Headword:
ἀποστρώννυμι
Headword (normalized):
ἀποστρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
αποστρωννυμι
IDX:
12127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12128
Key:
Data
{'content': 'pave'}