Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
View word page
ἀποστρυθάομαι
disturb, move

ShortDef

disturb, move

Debugging

Headword:
ἀποστρυθάομαι
Headword (normalized):
ἀποστρυθάομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστρυθαομαι
IDX:
12126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12127
Key:

Data

{'content': 'disturb, move'}