Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
View word page
ἀποστροφία
she that turns away

ShortDef

she that turns away

Debugging

Headword:
ἀποστροφία
Headword (normalized):
ἀποστροφία
Headword (normalized/stripped):
αποστροφια
IDX:
12124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12125
Key:

Data

{'content': 'she that turns away'}