Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
View word page
ἀποστρέφω
to turn back, turn to flight, turn away

ShortDef

to turn back, turn to flight, turn away

Debugging

Headword:
ἀποστρέφω
Headword (normalized):
ἀποστρέφω
Headword (normalized/stripped):
αποστρεφω
IDX:
12122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12123
Key:

Data

{'content': 'to turn back, turn to flight, turn away'}