Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
View word page
ἀποστρεπτικός
repellent
ShortDef
repellent
Debugging
Headword:
ἀποστρεπτικός
Headword (normalized):
ἀποστρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
αποστρεπτικος
IDX:
12120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12121
Key:
Data
{'content': 'repellent'}