Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
View word page
ἀποστρεβαλόομαι
to be horribly tortured

ShortDef

to be horribly tortured

Debugging

Headword:
ἀποστρεβαλόομαι
Headword (normalized):
ἀποστρεβαλόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστρεβαλοομαι
IDX:
12119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12120
Key:

Data

{'content': 'to be horribly tortured'}