Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
View word page
ἀποστρατοπεδεύομαι
to encamp away from

ShortDef

to encamp away from

Debugging

Headword:
ἀποστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized):
ἀποστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστρατοπεδευομαι
IDX:
12118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12119
Key:

Data

{'content': 'to encamp away from'}