Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
View word page
ἀποστράτηγος
a retired general

ShortDef

a retired general

Debugging

Headword:
ἀποστράτηγος
Headword (normalized):
ἀποστράτηγος
Headword (normalized/stripped):
αποστρατηγος
IDX:
12117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12118
Key:

Data

{'content': 'a retired general'}