Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
View word page
ἀποστρατεύομαι
to be discharged from military service
ShortDef
to be discharged from military service
Debugging
Headword:
ἀποστρατεύομαι
Headword (normalized):
ἀποστρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστρατευομαι
IDX:
12116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12117
Key:
Data
{'content': 'to be discharged from military service'}