Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
View word page
ἀποστρακίζω
bake to a hard crust

ShortDef

bake to a hard crust

Debugging

Headword:
ἀποστρακίζω
Headword (normalized):
ἀποστρακίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστρακιζω
IDX:
12113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12114
Key:

Data

{'content': 'bake to a hard crust'}