Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
View word page
ἀποστραγγίζω
check

ShortDef

check

Debugging

Headword:
ἀποστραγγίζω
Headword (normalized):
ἀποστραγγίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστραγγιζω
IDX:
12112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12113
Key:

Data

{'content': 'check'}