Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
View word page
ἀποστραγγαλίζω
kill by strangling

ShortDef

kill by strangling

Debugging

Headword:
ἀποστραγγαλίζω
Headword (normalized):
ἀποστραγγαλίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστραγγαλιζω
IDX:
12111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12112
Key:

Data

{'content': 'kill by strangling'}