Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
View word page
ἀποστράβοομαι
become squinting

ShortDef

become squinting

Debugging

Headword:
ἀποστράβοομαι
Headword (normalized):
ἀποστράβοομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστραβοομαι
IDX:
12110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12111
Key:

Data

{'content': 'become squinting'}