Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
View word page
ἀπόστοργος
devoid of affection

ShortDef

devoid of affection

Debugging

Headword:
ἀπόστοργος
Headword (normalized):
ἀπόστοργος
Headword (normalized/stripped):
αποστοργος
IDX:
12109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12110
Key:

Data

{'content': 'devoid of affection'}