Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
View word page
ἀποστόμωσις
laying open, opening

ShortDef

laying open, opening

Debugging

Headword:
ἀποστόμωσις
Headword (normalized):
ἀποστόμωσις
Headword (normalized/stripped):
αποστομωσις
IDX:
12108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12109
Key:

Data

{'content': 'laying open, opening'}