Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
View word page
ἀποστομόω
stop the mouth of

ShortDef

stop the mouth of

Debugging

Headword:
ἀποστομόω
Headword (normalized):
ἀποστομόω
Headword (normalized/stripped):
αποστομοω
IDX:
12107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12108
Key:

Data

{'content': 'stop the mouth of'}