Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
View word page
ἀποστομίζω
deprive of an edge
ShortDef
deprive of an edge
Debugging
Headword:
ἀποστομίζω
Headword (normalized):
ἀποστομίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστομιζω
Intro Text:
deprive of an edge
IDX:
12106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12107
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "deprive of an edge" }