Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
View word page
ἀπόστολος
a messenger, ambassador, envoy

ShortDef

a messenger, ambassador, envoy

Debugging

Headword:
ἀπόστολος
Headword (normalized):
ἀπόστολος
Headword (normalized/stripped):
αποστολος
IDX:
12104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12105
Key:

Data

{'content': 'a messenger, ambassador, envoy'}