Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
ἀπόστοργος
ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
View word page
ἀποστολιμαῖος
sent off, missive

ShortDef

sent off, missive

Debugging

Headword:
ἀποστολιμαῖος
Headword (normalized):
ἀποστολιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
αποστολιμαιος
IDX:
12102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12103
Key:

Data

{'content': 'sent off, missive'}