Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
ἀποστόμωσις
View word page
ἀποστλέγγισμα
scrapings with the στλεγγίς
ShortDef
scrapings with the στλεγγίς
Debugging
Headword:
ἀποστλέγγισμα
Headword (normalized):
ἀποστλέγγισμα
Headword (normalized/stripped):
αποστλεγγισμα
IDX:
12098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12099
Key:
Data
{'content': 'scrapings with the στλεγγίς'}