Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστομίζω
ἀποστομόω
View word page
ἀποστλεγγίζω
to scrape with a strigil

ShortDef

to scrape with a strigil

Debugging

Headword:
ἀποστλεγγίζω
Headword (normalized):
ἀποστλεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστλεγγιζω
IDX:
12097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12098
Key:

Data

{'content': 'to scrape with a strigil'}