Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
View word page
ἀποστίλβω
to be bright from

ShortDef

to be bright from

Debugging

Headword:
ἀποστίλβω
Headword (normalized):
ἀποστίλβω
Headword (normalized/stripped):
αποστιλβω
IDX:
12095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12096
Key:

Data

{'content': 'to be bright from'}