Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
ἀπόστολος
View word page
ἀποστιλβόω
to make to shine

ShortDef

to make to shine

Debugging

Headword:
ἀποστιλβόω
Headword (normalized):
ἀποστιλβόω
Headword (normalized/stripped):
αποστιλβοω
IDX:
12094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12095
Key:

Data

{'content': 'to make to shine'}