Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
ἀποστόλιον
View word page
ἀποστίζω
mark with points

ShortDef

mark with points

Debugging

Headword:
ἀποστίζω
Headword (normalized):
ἀποστίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστιζω
IDX:
12093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12094
Key:

Data

{'content': 'mark with points'}