Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
ἀποστολιμαῖος
View word page
ἀποστιβής
off the road, solitary

ShortDef

off the road, solitary

Debugging

Headword:
ἀποστιβής
Headword (normalized):
ἀποστιβής
Headword (normalized/stripped):
αποστιβης
IDX:
12092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12093
Key:

Data

{'content': 'off the road, solitary'}