Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀποστολικός
View word page
ἀποστήριξις
fulcrum

ShortDef

fulcrum

Debugging

Headword:
ἀποστήριξις
Headword (normalized):
ἀποστήριξις
Headword (normalized/stripped):
αποστηριξις
IDX:
12091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12092
Key:

Data

{'content': 'fulcrum'}